- καταρτίζειν
- καταρτίζωadjustpres inf act (attic epic)καταρτίζωadjustpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
направлѧтисѧ — НАПРАВЛѦ|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Устремляться, обращаться: Молю ѹбо васъ... цѣломудренѣ стати ѡ своемь сп(с)нии. на всѧку правость направлѧющесѧ. (καταρτίζειν ἑαυτоύς) ФСт XIV, 134а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταρτίζω — (AM καταρτίζω) παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά») νεοελλ. ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α … Dictionary of Greek